- φάκωσις
- φάκωσιςa being freckledfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάκωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. η εμφάνιση φακίδων στο πρόσωπο 2. η κάλυψη τού προσώπου με φακίδες 3. αποχρωμάτωση τού λευκού στίγματος τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ωσις, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φακῶ, όώ] … Dictionary of Greek
φακώσεις — φάκωσις a being freckled fem nom/voc pl (attic epic) φάκωσις a being freckled fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)